- χαρακίαι
- χαρακίαςofmasc nom/voc plχαρακίᾱͅ , χαρακίαςofmasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρακίας — ὁ, ΜΑ μσν. είδος ψαριού αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χάρακα, στην περιχαράκωση με αιχμηρούς πασσάλους, ή ο αρμόδιος για την κατασκευή τέτοιας περιχαράκωσης 2. το φυτό τιθύμαλλος*, η κν. γνωστή σήμερα γαλατσίδα 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek